- διιτικός
- διιτικός, -ή, -όν (Α) [δίειμι]διαπεραστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διιτικώτερον — διιτικός penetrable adverbial comp διιτικός penetrable masc acc comp sg διιτικός penetrable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διιτικόν — διιτικός penetrable masc acc sg διιτικός penetrable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιτικός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να συμπυκνωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνειμι (πρβλ. ἰτός: εἶμι, διιτικός: δίειμι)] … Dictionary of Greek